μίσσο

μίσσο
το (Μ μίσσο)
μερίδα φαγητού, φαγητό, πιάτο («πασαείς ας πιάσει το μίσσο εκείνο οπού αγαπά να τον καταχορτάσει», Στάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μίσσος με αλλαγή γένους ή πιθ. από παλ. ιταλ. miso].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”